ἐπιφύομαι

ἐπιφύομαι
ἐπιφύ̱ομαι , ἐπιφύω
make to grow
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… …   Dictionary of Greek

  • κατεπιφύομαι — (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) λυμαίνομαι μια χώρα 2. επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπιφύομαι «βλαστάνω επιτίθεμαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσεπιφύομαι — Α [ἐπιφύομαι] 1. φυτρώνω πάνω σε κάτι άλλο 2. προσκολλώμαι σαν παράσιτο φυτό επάνω σε κάποιον ή σε κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • συνεπιφύομαι — ΜΑ [ἐπιφύομαι] μσν. μτφ. επιτίθεμαι στους εχθρούς, ασκώ πίεση αρχ. είμαι προσκολλημένος σε κάτι μαζί με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”